- πασαβιόλα
- η1. η μπασαβιόλα, βαθύχορδη βιόλα2. φρ. «παίζω πασαβιόλα» — είμαι θεονήστικος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bassa viola (βλ. λ. μπάσο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πασαβιόλα — πασαβιόλα, η και μπασαβιόλα, η (λ. ιταλ.), μουσικό όργανο σε σχήμα μεγάλου βιολιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)